- ὑπεριζάνω
- ὑπεριζάνω,A sit on, Nonn.D.41.308; settle upon,
νεφέλη ὑ. τοῦ στρατοπέδου J.AJ3.5.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεφέλη ὑ. τοῦ στρατοπέδου J.AJ3.5.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεριζάνω — ΜΑ 1. κάθομαι πάνω σε κάτι ή πάνω από κάτι 2. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, εγκαθιστώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἱζάνω «εγκαθιστώ, τοποθετώ, κάθομαι»] … Dictionary of Greek